επιφθέγγομαι

επιφθέγγομαι
ἐπιφθέγγομαι (Α)
1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.)
2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.)
3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’ αὐτοῑς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», Πλάτ.)
4. λέω, προφέρω («τῆς αὐτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι», Πλάτ.)
5. αποκαλώ
6. αναφέρω
7. φωνάζω σε απάντηση («καὶ ὁ μἐν ἡγεῑτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ πλῆθος ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φθέγγομαι «μιλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιφθέγγομαι — utter after pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγγεσθε — ἐπιφθέγγομαι utter after pres imperat mp 2nd pl ἐπιφθέγγομαι utter after pres ind mp 2nd pl ἐπιφθέγγομαι utter after imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθεγγομένων — ἐπιφθέγγομαι utter after pres part mp fem gen pl ἐπιφθέγγομαι utter after pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθεγγόμεθα — ἐπιφθέγγομαι utter after pres ind mp 1st pl ἐπιφθέγγομαι utter after imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθεγγόμενον — ἐπιφθέγγομαι utter after pres part mp masc acc sg ἐπιφθέγγομαι utter after pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθεγξάμενον — ἐπιφθέγγομαι utter after aor part mid masc acc sg ἐπιφθέγγομαι utter after aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγγου — ἐπιφθέγγομαι utter after pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιφθέγγομαι utter after imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγξασθε — ἐπιφθέγγομαι utter after aor imperat mid 2nd pl ἐπιφθέγγομαι utter after aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγξεται — ἐπιφθέγγομαι utter after aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπιφθέγγομαι utter after fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεφθεγγόμην — ἐπιφθέγγομαι utter after imperf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”